ορνιάζω

ορνιάζω
[ορνιός]
γονιμοποιώ τα σύκα ήμερης συκιάς κρεμώντας στα κλαδιά της ορνιούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγριολυθιάζω — [αγριόλυθο] κρεμώ άγρια σύκα, ορνιούς, στα κλαδιά ήμερης συκιάς για να βοηθήσω τη γονιμοποίησή της, ορνιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”